κλιβανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλιβανισμός οι κλιβανισμοί
      γενική του κλιβανισμού των κλιβανισμών
    αιτιατική τον κλιβανισμό τους κλιβανισμούς
     κλητική κλιβανισμέ κλιβανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλιβανισμός < κλίβανος + -ισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.va.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλιβανισμός

Ουσιαστικό

κλιβανισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.