χαρτοκιβώτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτοκιβώτιο τα χαρτοκιβώτια
      γενική του χαρτοκιβώτιου
& χαρτοκιβωτίου
των χαρτοκιβώτιων
& χαρτοκιβωτίων
    αιτιατική το χαρτοκιβώτιο τα χαρτοκιβώτια
     κλητική χαρτοκιβώτιο χαρτοκιβώτια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτοκιβώτιο < χαρτί +κιβώτιο
άδεια χαρτοκιβώτια

Ουσιαστικό

χαρτοκιβώτιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.