case

Αγγλικά (en)

Προφορά

 

Ετυμολογία 1

case < απώτατη αρχή, η λατινική casus

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
case cases

case (en)

  1. (μετρήσιμο) η περίπτωση, μια συγκεκριμένη κατάσταση ή μια κατάσταση συγκεκριμένου τύπου
    in many/more cases - σε πολλές περιπτώσεις
    in most cases - στις περισσότερες περιπτώσεις
    in rare cases - σε σπάνιες περιπτώσεις
    in one case/in another case - σε μια περίπτωση/σε μια άλλη περίπτωση
    an isolated case - μια μεμονωμένη περίπτωση
    in nine out of ten cases - εννιά στις δέκα περιπτώσεις
    in either case - είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση
    a case of legitimate self-defense - περίπτωση νομικής άμυνας
    a case of absolute necessity - περίπτωση ανωτέρας βίας
    That is a easy/difficult case.
    Είναι εύκολη/δύσκολη περίπτωση.
    That’s a completely different case.
    Αυτή είναι εντελώς άλλη περίπτωση.
     συνώνυμα: matter
  2. (μόνο ενικός, the case) η περίπτωση, το ζήτημα, η πραγματική κατάσταση
    Well, that’s the case.
    Λοιπόν, αυτή 'ναι η περίπτωση.
    That’s the case.
    Αυτό είναι το ζήτημα.
    If that’s the case
    Αν έχουν έτσι τα πράγματα…/Αν συμβαίνει αυτό…
  3. η περίπτωση, η υπόθεση, θέμα που διερευνάται επίσημα, ειδικά από την αστυνομία
    It is a clear case of fraud.
    Είναι καθαρή περίπτωση/υπόθεση απάτης.
  4. (νομικός όρος) η υπόθεση, το θέμα, δίκη ή αντικείμενο δίκης
    a divorce case - υπόθεση διαζυγίου
    Your case is coming up next week.
    Η υπόθεσή σου θα εκδικαστεί την ερχόμενη εβδομάδα.
  5. (επιδημιολογία) το κρούσμα, η περίπτωση, το γεγονός ότι κάποιος έχει ασθένεια ή τραυματισμό· ένα άτομο που έχει ασθένεια ή τραυματισμό
    many cases of cholera - πολλά κρούσματα χολέρας
    several cases of pneumonia - πολλές περιπτώσεις πνευμονίας
  6. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γραμματική) η πτώση
    the nominative/genitive/accusative case - η ονομαστική/γενική/αιτιατική πτώση

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

(πληροφορική):

Εκφράσεις

Ετυμολογία 2

Κουτί υπολογιστή (case)

case < απώτατη αρχή, η λατινική capsa

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
case cases

case (en)

  1. (συνήθως σε σύνθετα) η θήκη, το κουτί, το κιβώτιο, η κάσα, ένα δοχείο ή κάλυμμα που χρησιμοποιείται για την προστασία ή την αποθήκευση πραγμάτων
    a glass case - γυάλινη θήκη
    a glasses case - θήκη γυαλιών
    a pillow case - μαξιλαροθήκη
    I bought a case of beers.
    Αγόρασα μια κάσα μπίρες.
  2. (υλικό υπολογιστή) το σιδερένιο κουτί (θήκη) που περιέχει τα εξαρτήματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή άλλης ηλεκτρικής συσκευής)
     συνώνυμα: casing, chassis
     δείτε τη λέξη SECC

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

(πληροφορική):

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
case cases

Ουσιαστικό

case (fr) θηλυκό

  1. τμήμα, μέρος
  2. κουτί, θήκη
     δείτε τη λέξη casier
  3. πρόχειρα κατασκευασμένο σπίτι, π.χ. από λαμαρίνες, ξύλο, άχυρο, κ.λπ.

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.