κητοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κητοειδής η κητοειδής το κητοειδές
      γενική του κητοειδούς* της κητοειδούς του κητοειδούς
    αιτιατική τον κητοειδή την κητοειδή το κητοειδές
     κλητική κητοειδή(ς) κητοειδής κητοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κητοειδείς οι κητοειδείς τα κητοειδή
      γενική των κητοειδών των κητοειδών των κητοειδών
    αιτιατική τους κητοειδείς τις κητοειδείς τα κητοειδή
     κλητική κητοειδείς κητοειδείς κητοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κητοειδής < κήτος + -ο- + -ειδής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cétacés[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.to.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κητοειδής

Επίθετο

κητοειδής

  1. άλλη μορφή του κητώδης
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κητοειδή: άλλη μορφή του κητώδη, Κητώδη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.