κητοειδή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κητοειδή < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κητοειδής

Ουσιαστικό

κητοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κητοειδή

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.