Κητώδη
[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (Κλίση)]]
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Κητώδη | ||
| γενική | των | Κητωδών | ||
| αιτιατική | τα | Κητώδη | ||
| κλητική | Κητώδη | |||
| Κατηγορία όπως «ιδεώδες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κητώδη < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική Cetacea < λατινική cetus < αρχαία ελληνική κῆτος + -acea. Μορφολογικά, < κητώδη: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κητώδης < αρχαία ελληνική κητώδης < κῆτος
Κύριο όνομα
Κητώδη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - ανθυποτάξη: θαλάσσιων θηλαστικών με μεγάλο σε μέγεθος σώμα
- Cetacea στο species.wikimedia.org

-
Κητώδη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.