κηπουρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηπουρικός η κηπουρική το κηπουρικό
      γενική του κηπουρικού της κηπουρικής του κηπουρικού
    αιτιατική τον κηπουρικό την κηπουρική το κηπουρικό
     κλητική κηπουρικέ κηπουρική κηπουρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηπουρικοί οι κηπουρικές τα κηπουρικά
      γενική των κηπουρικών των κηπουρικών των κηπουρικών
    αιτιατική τους κηπουρικούς τις κηπουρικές τα κηπουρικά
     κλητική κηπουρικοί κηπουρικές κηπουρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κηπουρικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηπουρικός < κηπουρ(ός) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.pu.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κηπουρικός

Επίθετο

κηπουρικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον κηπουρό ή την κηπουρική ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κηπουρική

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κηπουρικός κηπουρική τὸ κηπουρικόν
      γενική τοῦ κηπουρικοῦ τῆς κηπουρικῆς τοῦ κηπουρικοῦ
      δοτική τῷ κηπουρικ τῇ κηπουρικ τῷ κηπουρικ
    αιτιατική τὸν κηπουρικόν τὴν κηπουρικήν τὸ κηπουρικόν
     κλητική ! κηπουρικέ κηπουρική κηπουρικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κηπουρικοί αἱ κηπουρικαί τὰ κηπουρικᾰ́
      γενική τῶν κηπουρικῶν τῶν κηπουρικῶν τῶν κηπουρικῶν
      δοτική τοῖς κηπουρικοῖς ταῖς κηπουρικαῖς τοῖς κηπουρικοῖς
    αιτιατική τοὺς κηπουρικούς τὰς κηπουρικᾱ́ς τὰ κηπουρικᾰ́
     κλητική ! κηπουρικοί κηπουρικαί κηπουρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κηπουρικώ τὼ κηπουρικᾱ́ τὼ κηπουρικώ
      γεν-δοτ τοῖν κηπουρικοῖν τοῖν κηπουρικαῖν τοῖν κηπουρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κηπουρικός < κηπουρ(ός) + -ικός

Επίθετο

κηπουρικός, -ή, -όν

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.