κερασφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κερασφόρος | η | κερασφόρος & κερασφόρα |
το | κερασφόρο |
| γενική | του | κερασφόρου | της | κερασφόρου & κερασφόρας |
του | κερασφόρου |
| αιτιατική | τον | κερασφόρο | την | κερασφόρο & κερασφόρα |
το | κερασφόρο |
| κλητική | κερασφόρε | κερασφόρε & κερασφόρα |
κερασφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κερασφόροι | οι | κερασφόροι & κερασφόρες |
τα | κερασφόρα |
| γενική | των | κερασφόρων | των | κερασφόρων | των | κερασφόρων |
| αιτιατική | τους | κερασφόρους | τις | κερασφόρους & κερασφόρες |
τα | κερασφόρα |
| κλητική | κερασφόροι | κερασφόροι & κερασφόρες |
κερασφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κερασφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κερασφόρος[1] < κέρας + -φόρος (φέρω)
- για τη σημασία «κερατάς» < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή , η φράση κέρατα ποιεῖν (τινι) για γυναίκα που απατούσε τον άντρα της
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈsfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐σφό‐ρος
Αναφορές
- κερασφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.