ἕξω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
ἕξω (μέση φωνή ἕξομαι)
- α΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρήματος ἔχω
| προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
|---|---|---|---|---|
| ἐγώ | ||||
| σύ | ||||
| οὗτος | ||||
| ἡμεῖς | ||||
| ὑμεῖς | ||||
| οὗτοι | ||||
| ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.