αδυνάτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδυνάτισμα τα αδυνατίσματα
      γενική του αδυνατίσματος των αδυνατισμάτων
    αιτιατική το αδυνάτισμα τα αδυνατίσματα
     κλητική αδυνάτισμα αδυνατίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδυνάτισμα < (αδυνατίζω) αδυνατισ- + -μα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ðiˈna.ti.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδυνάτισμα

Ουσιαστικό

αδυνάτισμα ουδέτερο

  • το να γίνεται κανείς πιο αδύνατος, πιο λεπτός, η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αδυνατίζω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.