καχεκτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
καχεκτικά < καχεκτικός + -ά
Μεταφράσεις
καχεκτικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καχεκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καχεκτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.