καφάσι

Νέα ελληνικά (el)

καφάσι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καφάσι τα καφάσια
      γενική του καφασιού των καφασιών
    αιτιατική το καφάσι τα καφάσια
     κλητική καφάσι καφάσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

καφάσι < μεσαιωνική ελληνική καφάσι < τουρκική kafes[1] < αραβική قفص (qáfaṣ, κλουβί)

Ουσιαστικό

καφάσι ουδέτερο

  1. το ανοιχτό κιβώτιο για φρούτα και λαχανικά ή μπουκάλια
     συνώνυμα: τελάρο, εσχαροκιβώτιο
  2. το δικτυωτό πλέγμα, κατασκευασμένο από ξύλο ή άλλο υλικό, που τοποθετείται σε παράθυρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καφάσι τα καφάσια
      γενική του καφασιού των καφασιών
    αιτιατική το καφάσι τα καφάσια
     κλητική καφάσι καφάσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 2

καφάσι < τουρκική kafa (κρανίο) < αραβική قحف (qahaf, κρανίο)

Ουσιαστικό

καφάσι ουδέτερο

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.