τελάρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τελάρο | τα | τελάρα |
| γενική | του | τελάρου | των | τελάρων |
| αιτιατική | το | τελάρο | τα | τελάρα |
| κλητική | τελάρο | τελάρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τελάρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική telaro
Ουσιαστικό
τελάρο ουδέτερο
-
τελάρο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.