καφασωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καφασωτός η καφασωτή το καφασωτό
      γενική του καφασωτού της καφασωτής του καφασωτού
    αιτιατική τον καφασωτό την καφασωτή το καφασωτό
     κλητική καφασωτέ καφασωτή καφασωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καφασωτοί οι καφασωτές τα καφασωτά
      γενική των καφασωτών των καφασωτών των καφασωτών
    αιτιατική τους καφασωτούς τις καφασωτές τα καφασωτά
     κλητική καφασωτοί καφασωτές καφασωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καφασωτός < καφάσ(ι) + -ωτός

Επίθετο

καφασωτός, -ή, -ό

  1. που έχει καφάσι, δηλαδή δικτυωτό πλέγμα από λεπτά μακρόστενα κομμάτια ξύλο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καφασωτό: παράθυρο με δικτυωτό ξύλινο πλέγμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.