καυκασιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καυκασιανός | η | καυκασιανή | το | καυκασιανό |
| γενική | του | καυκασιανού | της | καυκασιανής | του | καυκασιανού |
| αιτιατική | τον | καυκασιανό | την | καυκασιανή | το | καυκασιανό |
| κλητική | καυκασιανέ | καυκασιανή | καυκασιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καυκασιανοί | οι | καυκασιανές | τα | καυκασιανά |
| γενική | των | καυκασιανών | των | καυκασιανών | των | καυκασιανών |
| αιτιατική | τους | καυκασιανούς | τις | καυκασιανές | τα | καυκασιανά |
| κλητική | καυκασιανοί | καυκασιανές | καυκασιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καυκασιανός < Καυκάσι(ος) + -ανός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaf.ka.si.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καυ‐κα‐σι‐α‐νός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Καύκασος
Μεταφράσεις
καυκασιανός
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καύκασος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.