κατσιποδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατσιποδιά | οι | κατσιποδιές |
| γενική | της | κατσιποδιάς | των | κατσιποδιών |
| αιτιατική | την | κατσιποδιά | τις | κατσιποδιές |
| κλητική | κατσιποδιά | κατσιποδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.t͡si.poˈðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσι‐πο‐διά
Ουσιαστικό
κατσιποδιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η κακοτυχία, η γρουσουζιά
- (λαϊκότροπο) δύστροπη συμπεριφορά, γκρίνια [2]
Συγγενικά
- κατσιπόδα
- κατσιποδαριά
- κατσιποδιάζω, κατσιποδιάζομαι
- κατσιποδιάρης
- κατσιποδιάρικος
- κατσιποδιασμένος
- Λέξεις με κατσιποδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
κατσιποδιά
|
Αναφορές
- κατσιποδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- απόσπασμα περιοδικό Αθηνά, τόμος 29, 1917 - Χατζιδάκις, Γεώργιος. Deffner, Michael. Λεξικογραφικόν Αρχείον Μέσης και Νέας Ελληνικής, Τύποις Π. Σακελλαρίου, 1915
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.