κατσιποδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατσιποδιά οι κατσιποδιές
      γενική της κατσιποδιάς των κατσιποδιών
    αιτιατική την κατσιποδιά τις κατσιποδιές
     κλητική κατσιποδιά κατσιποδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατσιποδιά < ίσως *κατσικοποδιά < κατσίκ(α) + -ο- > κατσι(κο)- με απλολογία + πόδ(ι) + -ιά.[1] Κατ' άλλη εκδοχή, < μεσαιωνική ελληνική κατσιποδιά [2] < κατσηποδιά < κακηποδιά με κακη- > κατση- με τσιτακισμό < κακο- + πόδ(ι) + -ιά[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.t͡si.poˈðʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατσιποδιά

Ουσιαστικό

κατσιποδιά θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η κακοτυχία, η γρουσουζιά
  2. (λαϊκότροπο) δύστροπη συμπεριφορά, γκρίνια [2]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κατσιποδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. απόσπασμα περιοδικό Αθηνά, τόμος 29, 1917 - Χατζιδάκις, Γεώργιος. Deffner, Michael. Λεξικογραφικόν Αρχείον Μέσης και Νέας Ελληνικής, Τύποις Π. Σακελλαρίου, 1915
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.