κατσιποδιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατσιποδιάζω < κατσιποδιά + -άζω

Ρήμα

κατσιποδιάζω

  1. (λαϊκότροπο) γρουσουζεύω
  2. (λαϊκότροπο) γκρινιάζω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.