κατσιποδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατσιποδιάζω < κατσιποδιά + -άζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατσιποδιάζω | κατσιπόδιαζα | θα κατσιποδιάζω | να κατσιποδιάζω | κατσιποδιάζοντας | |
| β' ενικ. | κατσιποδιάζεις | κατσιπόδιαζες | θα κατσιποδιάζεις | να κατσιποδιάζεις | κατσιπόδιαζε | |
| γ' ενικ. | κατσιποδιάζει | κατσιπόδιαζε | θα κατσιποδιάζει | να κατσιποδιάζει | ||
| α' πληθ. | κατσιποδιάζουμε | κατσιποδιάζαμε | θα κατσιποδιάζουμε | να κατσιποδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | κατσιποδιάζετε | κατσιποδιάζατε | θα κατσιποδιάζετε | να κατσιποδιάζετε | κατσιποδιάζετε | |
| γ' πληθ. | κατσιποδιάζουν(ε) | κατσιπόδιαζαν κατσιποδιάζαν(ε) |
θα κατσιποδιάζουν(ε) | να κατσιποδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατσιπόδιασα | θα κατσιποδιάσω | να κατσιποδιάσω | κατσιποδιάσει | ||
| β' ενικ. | κατσιπόδιασες | θα κατσιποδιάσεις | να κατσιποδιάσεις | κατσιπόδιασε | ||
| γ' ενικ. | κατσιπόδιασε | θα κατσιποδιάσει | να κατσιποδιάσει | |||
| α' πληθ. | κατσιποδιάσαμε | θα κατσιποδιάσουμε | να κατσιποδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | κατσιποδιάσατε | θα κατσιποδιάσετε | να κατσιποδιάσετε | κατσιποδιάστε | ||
| γ' πληθ. | κατσιπόδιασαν κατσιποδιάσαν(ε) |
θα κατσιποδιάσουν(ε) | να κατσιποδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατσιποδιάσει | είχα κατσιποδιάσει | θα έχω κατσιποδιάσει | να έχω κατσιποδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατσιποδιάσει | είχες κατσιποδιάσει | θα έχεις κατσιποδιάσει | να έχεις κατσιποδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατσιποδιάσει | είχε κατσιποδιάσει | θα έχει κατσιποδιάσει | να έχει κατσιποδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατσιποδιάσει | είχαμε κατσιποδιάσει | θα έχουμε κατσιποδιάσει | να έχουμε κατσιποδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατσιποδιάσει | είχατε κατσιποδιάσει | θα έχετε κατσιποδιάσει | να έχετε κατσιποδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατσιποδιάσει | είχαν κατσιποδιάσει | θα έχουν κατσιποδιάσει | να έχουν κατσιποδιάσει |
| |
Μεταφράσεις
κατσιποδιάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.