γρουσουζιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γρουσουζιά οι γρουσουζιές
      γενική της γρουσουζιάς των γρουσουζιών
    αιτιατική τη γρουσουζιά τις γρουσουζιές
     κλητική γρουσουζιά γρουσουζιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρουσουζιά < γρουσούζ(ης) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾu.suˈzi̯a/ & /ɣɾu.suˈzʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρουσουζιά

Ουσιαστικό

γρουσουζιά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του γρουσούζη, οτιδήποτε, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, φέρνει κακή τύχη
  2. η ιδιότητα του κακότροπου, του δύστροπου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.