κατοστάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατοστάρα οι κατοστάρες
      γενική της κατοστάρας
    αιτιατική την κατοστάρα τις κατοστάρες
     κλητική κατοστάρα κατοστάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατοστάρα < εκατοστάρα < εκατοστή + -άρα

Ουσιαστικό

κατοστάρα θηλυκό

  1. (αθλητισμός) (στο μπάσκετ) λέγεται όταν μία ομάδα πετυχαίνει πάνω από εκατό πόντους
  2. μοτοσικλέτα που φέρει μηχανή εκατό κυβικών εκατοστών
  3. λαμπτήρας εκατό βατ
  4. (παρωχημένο) νυφικό επιστήθιο κόσμημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.