κατοστάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατοστάρα | οι | κατοστάρες |
| γενική | της | κατοστάρας | — | |
| αιτιατική | την | κατοστάρα | τις | κατοστάρες |
| κλητική | κατοστάρα | κατοστάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατοστάρα < εκατοστάρα < εκατοστή + -άρα
Ουσιαστικό
κατοστάρα θηλυκό
Μεταφράσεις
κατοστάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.