επιστήθιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιστήθιο | τα | επιστήθια |
| γενική | του | επιστήθιου & επιστηθίου |
των | επιστήθιων & επιστηθίων |
| αιτιατική | το | επιστήθιο | τα | επιστήθια |
| κλητική | επιστήθιο | επιστήθια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιστήθιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιστήθιος
Μεταφράσεις
επιστήθιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.