κατολίσθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατολίσθηση οι κατολισθήσεις
      γενική της κατολίσθησης* των κατολισθήσεων
    αιτιατική την κατολίσθηση τις κατολισθήσεις
     κλητική κατολίσθηση κατολισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατολισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατολίσθηση < ελληνιστική κοινή κατολίσθησις < κατολισθάνω < κατά + αρχαία ελληνική ὀλισθάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.toˈli.sθ.si/

Ουσιαστικό

κατολίσθηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατολισθαίνω
  2. (γεωλογία) φυσική καταστροφή, κατά την οποία μια μάζα αποκόπτεται από ένα ψηλότερο σημείο και ολισθαίνει προς ένα χαμηλότερο σημείο, παρασύροντας οτιδήποτε βρίσκεται στη πορεία της
  3. (μεταφορικά) η χειροτέρευση μιας κατάστασης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.