κατολίσθησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατολίσθησῐς αἱ κατολισθήσεις
      γενική τῆς κατολισθήσεως τῶν κατολισθήσεων
      δοτική τῇ κατολισθήσει ταῖς κατολισθήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατολίσθησῐν τὰς κατολισθήσεις
     κλητική ! κατολίσθησῐ κατολισθήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατολισθήσει
γεν-δοτ τοῖν  κατολισθησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατολίσθησις (ελληνιστική κοινή) < κατολισθαίνω / αρχαία ελληνική κατολισθάνω), κατ-ολισθη- + -σις

Ουσιαστικό

κατολίσθησις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.