χειροτέρευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειροτέρευση | οι | χειροτερεύσεις |
| γενική | της | χειροτέρευσης* | των | χειροτερεύσεων |
| αιτιατική | τη | χειροτέρευση | τις | χειροτερεύσεις |
| κλητική | χειροτέρευση | χειροτερεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χειροτερεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειροτέρευση < χειροτερεύω
Ουσιαστικό
χειροτέρευση θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χειροτέρευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.