κατεργάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατεργάσιμος | η | κατεργάσιμη | το | κατεργάσιμο |
| γενική | του | κατεργάσιμου | της | κατεργάσιμης | του | κατεργάσιμου |
| αιτιατική | τον | κατεργάσιμο | την | κατεργάσιμη | το | κατεργάσιμο |
| κλητική | κατεργάσιμε | κατεργάσιμη | κατεργάσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατεργάσιμοι | οι | κατεργάσιμες | τα | κατεργάσιμα |
| γενική | των | κατεργάσιμων | των | κατεργάσιμων | των | κατεργάσιμων |
| αιτιατική | τους | κατεργάσιμους | τις | κατεργάσιμες | τα | κατεργάσιμα |
| κλητική | κατεργάσιμοι | κατεργάσιμες | κατεργάσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατεργάσιμος < κατεργάζομαι + -ιμος < αρχαία ελληνική κατεργάζομαι < κατά + ἐργάζομαι < ἔργον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.teɾˈɣa.si.mos/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κατεργάζομαι, εργάζομαι και έργο
Μεταφράσεις
κατεργάσιμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.