κατεβασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεβασμένος η κατεβασμένη το κατεβασμένο
      γενική του κατεβασμένου της κατεβασμένης του κατεβασμένου
    αιτιατική τον κατεβασμένο την κατεβασμένη το κατεβασμένο
     κλητική κατεβασμένε κατεβασμένη κατεβασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεβασμένοι οι κατεβασμένες τα κατεβασμένα
      γενική των κατεβασμένων των κατεβασμένων των κατεβασμένων
    αιτιατική τους κατεβασμένους τις κατεβασμένες τα κατεβασμένα
     κλητική κατεβασμένοι κατεβασμένες κατεβασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατεβασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατεβάζω

Μετοχή

κατεβασμένος -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.