κατατεθείς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατατεθείς
& κατατεθέντας
η κατατεθείσα το κατατεθέν
      γενική του κατατεθέντος
& κατατεθέντα
της κατατεθείσας
& κατατεθείσης*
του κατατεθέντος
    αιτιατική τον κατατεθέντα την κατατεθείσα το κατατεθέν
     κλητική κατατεθείς
& κατατεθέντα
κατατεθείσα κατατεθέν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατατεθέντες οι κατατεθείσες τα κατατεθέντα
      γενική των κατατεθέντων των κατατεθεισών των κατατεθέντων
    αιτιατική τους κατατεθέντες τις κατατεθείσες τα κατατεθέντα
     κλητική κατατεθέντες κατατεθείσες κατατεθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατατεθείς < μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος καταθέτω < αρχαία ελληνική κατατίθημι < κατα- + τίθημι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

κατατεθείς, -είσα, -έν

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

κατατεθείς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.