κατατίθεμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατατίθεμαι < καταθέτω

Ρήμα

κατατίθεμαι

  1. (για έγγραφα) παραδίδομαι σε αρμόδια υπηρεσία
    το έγγραφο κατατέθηκε εν καιρώ
    το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή
  2. (για χρήματα) παραδίδομαι σε τράπεζα
    τα λεφτά κατατέθηκαν στο λογαριασμό του
  3. τοποθετούμαι με επισημότητα
    κατατέθηκε στέφανος στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.