Zerstörer

Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

Zerstörer (de) αρσενικό

  1. ο καταστροφέας
  2. (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) το αντιτορπιλικό
  3. (στρατιωτικός όρος) όρος που χρησιμοποιήθηκε για τα βαρέα μαχητικά της Luftwaffe στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.