κατάρατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάρατος | η | κατάρατη | το | κατάρατο |
| γενική | του | κατάρατου | της | κατάρατης | του | κατάρατου |
| αιτιατική | τον | κατάρατο | την | κατάρατη | το | κατάρατο |
| κλητική | κατάρατε | κατάρατη | κατάρατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάρατοι | οι | κατάρατες | τα | κατάρατα |
| γενική | των | κατάρατων | των | κατάρατων | των | κατάρατων |
| αιτιατική | τους | κατάρατους | τις | κατάρατες | τα | κατάρατα |
| κλητική | κατάρατοι | κατάρατες | κατάρατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάρατος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατάρατος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.ɾa.tos/
Επίθετο
κατάρατος
- (λαϊκότροπο) καταραμένος[1]
- ※ οι συντάκτες τέτοιων έργων, να στηλιτεύωνται ως όργανα του αρχεκάκου όφεως, λυμεώνες, λιμπερτίνοι, άθεοι, άφωρισμένοι και κατάρατοι (Στυλιανός Δ. Μιχόπουλος, Βυζάντιο, αυτοκράτορες, κλήρος και Ελληνισμός, Νέα Θέσις, 2000, σελ. 57)
Συγγενικά
- επάρατος
- επικατάρατος
- θεοκατάρατος
- τρισκατάρατος
- και → δείτε τη λέξη κατάρα
Μεταφράσεις
κατάρατος
|
Αναφορές
- κατάρατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ κατάρατος | τὸ κατάρατον | οἱ, αἱ κατάρατοι | τὰ κατάρατα |
| Γενική | τοῦ, τῆς καταράτου | τοῦ καταράτου | τῶν καταράτων | τῶν καταράτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ καταράτῳ | τῷ καταράτῳ | τοῖς, ταῖς καταράτοις | τοῖς καταράτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν κατάρατον | τὸ κατάρατον | τοὺς, τὰς καταράτους | τὰ κατάρατα |
| Κλητική | κατάρατε | κατάρατον | κατάρατοι | κατάρατα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καταράτω | |||
| Γενική-Δοτική | καταράτοιν | |||
- κατήρητος (ιωνικός τύπος )
Παράγωγα
- συγκριτικός βαθμός: καταρατότερος
- υπερθετικός βαθμός: καταρατότερος
Σύνθετα
- ἐπικατάρατος
- λακατάρατος
- λαοκατάρατος
- παγκατάρατος
- θεοκατάρατος
- τρισκατάρατος
- ὑποκατάρατος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κατάρατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάρατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.