καταπληξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταπληξία | οι | καταπληξίες |
| γενική | της | καταπληξίας | των | καταπληξιών |
| αιτιατική | την | καταπληξία | τις | καταπληξίες |
| κλητική | καταπληξία | καταπληξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταπληξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cataplexie < αρχαία ελληνική κατάπληξις < καταπλήσσω < κατά + πλήσσω
Ουσιαστικό
καταπληξία θηλυκό
- (ιατρική) νευρική κατάσταση ανθρώπων όπου σημειώνεται κατάρρευση χωρίς απώλεια συνείδησης. Συνηθέστερα προκαλείται από πολύ έντονη συναισθηματική φόρτιση.
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις καταπλήσσω, κατά και πλήττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.