φόρτιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόρτιση οι φορτίσεις
      γενική της φόρτισης* των φορτίσεων
    αιτιατική τη φόρτιση τις φορτίσεις
     κλητική φόρτιση φορτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φορτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φόρτιση < αρχαία ελληνική φόρτισις < φόρτος < φορτίζω

Ουσιαστικό

φόρτιση θηλυκό

  1. η ενέργεια του φορτίζω, η παροχή ηλεκτρικού φορτίου σε μπαταρία
  2. η αύξηση της έντασης μιας κατάστασης
  3. η έντονη συναισθηματική χροιά μιας λέξης ή φράσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.