κατάπληξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατάπληξῐς | αἱ | καταπλήξεις |
| γενική | τῆς | καταπλήξεως | τῶν | καταπλήξεων |
| δοτική | τῇ | καταπλήξει | ταῖς | καταπλήξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κατάπληξῐν | τὰς | καταπλήξεις |
| κλητική ὦ! | κατάπληξῐ | καταπλήξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπλήξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταπληξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάπληξις < καταπλήσσω / καταπλήττω < κατα- + πλήσσω / πλήττω < *πλα-κ-(jω) + -σις > -ξις (καταπληξ- + -ις)
Πηγές
- κατάπληξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάπληξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.