ποδοπατώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.ðoˈpa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δο‐πα‐τώ
Ρήμα
ποδοπατάω/ποδοπατώ, αόρ.: ποδοπάτησα, παθ.φωνή: ποδοπατιέμαι, π.αόρ.: ποδοπατήθηκα, μτχ.π.π.: ποδοπατημένος
ή ποδοπατώ, αόρ.: ποδοπάτησα, παθ.φωνή: ποδοπατούμαι, π.αόρ.: ποδοπατήθηκα, μτχ.π.π.: ποδοπατημένος [2]
- πατώ κάτι με τα πόδια
- ↪ Δεκάδες άνθρωποι ποδοπατήθηκαν στη Γουινέα τον Ιούλιο του 2014, σε συναυλία.
- (μεταφορικά) εξευτελίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ποδοπατάω - ποδοπατώ | ποδοπατούσα | θα ποδοπατάω - ποδοπατώ | να ποδοπατάω - ποδοπατώ | ποδοπατώντας | |
| β' ενικ. | ποδοπατάς - ποδοπατείς | ποδοπατούσες | θα ποδοπατάς - ποδοπατείς | να ποδοπατάς - ποδοπατείς | ποδοπάτα - ποδοπάταγε | |
| γ' ενικ. | ποδοπατάει - ποδοπατά - ποδοπατεί | ποδοπατούσε | θα ποδοπατάει - ποδοπατά - ποδοπατεί | να ποδοπατάει - ποδοπατά - ποδοπατεί | ||
| α' πληθ. | ποδοπατάμε - ποδοπατούμε | ποδοπατούσαμε | θα ποδοπατάμε - ποδοπατούμε | να ποδοπατάμε - ποδοπατούμε | ||
| β' πληθ. | ποδοπατάτε - ποδοπατείτε | ποδοπατούσατε | θα ποδοπατάτε - ποδοπατείτε | να ποδοπατάτε - ποδοπατείτε | ποδοπατάτε - ποδοπατείτε | |
| γ' πληθ. | ποδοπατάν(ε) - ποδοπατούν(ε) | ποδοπατούσαν | θα ποδοπατάν(ε) - ποδοπατούν(ε) | να ποδοπατάν(ε) - ποδοπατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ποδοπάτησα | θα ποδοπατήσω | να ποδοπατήσω | ποδοπατήσει | ||
| β' ενικ. | ποδοπάτησες | θα ποδοπατήσεις | να ποδοπατήσεις | ποδοπάτα - ποδοπάτησε | ||
| γ' ενικ. | ποδοπάτησε | θα ποδοπατήσει | να ποδοπατήσει | |||
| α' πληθ. | ποδοπατήσαμε | θα ποδοπατήσουμε | να ποδοπατήσουμε | |||
| β' πληθ. | ποδοπατήσατε | θα ποδοπατήσετε | να ποδοπατήσετε | ποδοπατήστε | ||
| γ' πληθ. | ποδοπάτησαν ποδοπατήσαν(ε) |
θα ποδοπατήσουν(ε) | να ποδοπατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ποδοπατήσει | είχα ποδοπατήσει | θα έχω ποδοπατήσει | να έχω ποδοπατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ποδοπατήσει | είχες ποδοπατήσει | θα έχεις ποδοπατήσει | να έχεις ποδοπατήσει | έχε ποδοπατημένο | |
| γ' ενικ. | έχει ποδοπατήσει | είχε ποδοπατήσει | θα έχει ποδοπατήσει | να έχει ποδοπατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ποδοπατήσει | είχαμε ποδοπατήσει | θα έχουμε ποδοπατήσει | να έχουμε ποδοπατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ποδοπατήσει | είχατε ποδοπατήσει | θα έχετε ποδοπατήσει | να έχετε ποδοπατήσει | έχετε ποδοπατημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ποδοπατήσει | είχαν ποδοπατήσει | θα έχουν ποδοπατήσει | να έχουν ποδοπατήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ποδοπατημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ποδοπατημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ποδοπατημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ποδοπατημένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ποδοπατιέμαι | ποδοπατιόμουν(α) | θα ποδοπατιέμαι | να ποδοπατιέμαι | ||
| β' ενικ. | ποδοπατιέσαι | ποδοπατιόσουν(α) | θα ποδοπατιέσαι | να ποδοπατιέσαι | ||
| γ' ενικ. | ποδοπατιέται | ποδοπατιόταν(ε) | θα ποδοπατιέται | να ποδοπατιέται | ||
| α' πληθ. | ποδοπατιόμαστε | ποδοπατιόμαστε ποδοπατιόμασταν |
θα ποδοπατιόμαστε | να ποδοπατιόμαστε | ||
| β' πληθ. | ποδοπατιέστε | ποδοπατιόσαστε ποδοπατιόσασταν |
θα ποδοπατιέστε | να ποδοπατιέστε | ποδοπατιέστε | |
| γ' πληθ. | ποδοπατιούνται | ποδοπατιόνταν(ε) ποδοπατιούνταν ποδοπατιόντουσαν |
θα ποδοπατιούνται | να ποδοπατιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ποδοπατήθηκα | θα ποδοπατηθώ | να ποδοπατηθώ | ποδοπατηθεί | ||
| β' ενικ. | ποδοπατήθηκες | θα ποδοπατηθείς | να ποδοπατηθείς | ποδοπατήσου | ||
| γ' ενικ. | ποδοπατήθηκε | θα ποδοπατηθεί | να ποδοπατηθεί | |||
| α' πληθ. | ποδοπατηθήκαμε | θα ποδοπατηθούμε | να ποδοπατηθούμε | |||
| β' πληθ. | ποδοπατηθήκατε | θα ποδοπατηθείτε | να ποδοπατηθείτε | ποδοπατηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ποδοπατήθηκαν ποδοπατηθήκαν(ε) |
θα ποδοπατηθούν(ε) | να ποδοπατηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ποδοπατηθεί | είχα ποδοπατηθεί | θα έχω ποδοπατηθεί | να έχω ποδοπατηθεί | ποδοπατημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ποδοπατηθεί | είχες ποδοπατηθεί | θα έχεις ποδοπατηθεί | να έχεις ποδοπατηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ποδοπατηθεί | είχε ποδοπατηθεί | θα έχει ποδοπατηθεί | να έχει ποδοπατηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ποδοπατηθεί | είχαμε ποδοπατηθεί | θα έχουμε ποδοπατηθεί | να έχουμε ποδοπατηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ποδοπατηθεί | είχατε ποδοπατηθεί | θα έχετε ποδοπατηθεί | να έχετε ποδοπατηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ποδοπατηθεί | είχαν ποδοπατηθεί | θα έχουν ποδοπατηθεί | να έχουν ποδοπατηθεί | ||
- δεύτερη παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Αναφορές
- ποδοπατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.