αντικαταθλιπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικαταθλιπτικός | η | αντικαταθλιπτική | το | αντικαταθλιπτικό |
| γενική | του | αντικαταθλιπτικού | της | αντικαταθλιπτικής | του | αντικαταθλιπτικού |
| αιτιατική | τον | αντικαταθλιπτικό | την | αντικαταθλιπτική | το | αντικαταθλιπτικό |
| κλητική | αντικαταθλιπτικέ | αντικαταθλιπτική | αντικαταθλιπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικαταθλιπτικοί | οι | αντικαταθλιπτικές | τα | αντικαταθλιπτικά |
| γενική | των | αντικαταθλιπτικών | των | αντικαταθλιπτικών | των | αντικαταθλιπτικών |
| αιτιατική | τους | αντικαταθλιπτικούς | τις | αντικαταθλιπτικές | τα | αντικαταθλιπτικά |
| κλητική | αντικαταθλιπτικοί | αντικαταθλιπτικές | αντικαταθλιπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντικαταθλιπτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.