καταγώγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καταγώγιο | τα | καταγώγια |
| γενική | του | καταγωγίου & καταγώγιου |
των | καταγωγίων |
| αιτιατική | το | καταγώγιο | τα | καταγώγια |
| κλητική | καταγώγιο | καταγώγια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταγώγιο < αρχαία ελληνική καταγώγιον < κατάγω < κατά + ἄγω ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) repaire)
Ουσιαστικό
καταγώγιο ουδέτερο
- το κέντρο διασκέδασης συνήθως υπόγειο και κακόφημο
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός οικήματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.