καταγώγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καταγώγιο τα καταγώγια
      γενική του καταγωγίου
& καταγώγιου
των καταγωγίων
    αιτιατική το καταγώγιο τα καταγώγια
     κλητική καταγώγιο καταγώγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταγώγιο < αρχαία ελληνική καταγώγιον < κατάγω < κατά + ἄγω ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) repaire)

Ουσιαστικό

καταγώγιο ουδέτερο

  1. το κέντρο διασκέδασης συνήθως υπόγειο και κακόφημο
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός οικήματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.