καταγώγιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καταγώγιον τὰ καταγώγι
      γενική τοῦ καταγωγίου τῶν καταγωγίων
      δοτική τῷ καταγωγί τοῖς καταγωγίοις
    αιτιατική τὸ καταγώγιον τὰ καταγώγι
     κλητική ! καταγώγιον καταγώγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταγωγίω
γεν-δοτ τοῖν  καταγωγίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταγώγιον < κατάγω < κατά + ἄγω

Ουσιαστικό

καταγώγιον ουδέτερο

  1. κατάλυμα
  2. πανδοχείο
  3. επιπλέον αμοιβή για τη μεταφορά
  4. (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό καταγώγια: (θρησκεία) σικελική εορτή για την επάνοδο περιστεριού από το πέλαγος
     αντώνυμα: ἀναγώγια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.