υποβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποβολή οι υποβολές
      γενική της υποβολής των υποβολών
    αιτιατική την υποβολή τις υποβολές
     κλητική υποβολή υποβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποβολή < ὑποβάλλω < ὑπό (υπο-) + βάλλω

Ουσιαστικό

υποβολή θηλυκό

  1. θέτω κάτι στην κρίση άλλου
    υποβολή αίτησης
  2. επιβάλλω ιδέες ή προτρέπω κάποιον σε ενέργειες με έμμεσο, κρυφό τρόπο ή με ύπνωση
    Τον μετάπεισε με τον τρόπο της, του έκανε υποβολή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.