μύηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μύηση οι μυήσεις
      γενική της μύησης* των μυήσεων
    αιτιατική τη μύηση τις μυήσεις
     κλητική μύηση μυήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μύηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μύη(σις) + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύηση

Ουσιαστικό

μύηση θηλυκό

  1. η εισαγωγή ενός νέου μέλους (μύστη) σε θρησκευτική μυστική λατρεία, σε μυστήριο
  2. η ένταξη ενός νέου μέλους σε μια κλειστή ομάδα μέσα από μια τελετή που μπορεί να περιλαμβάνει δοκιμασίες ή δέσμευση μέσω όρκου
  3. η εισαγωγή μέσω της διδασκαλίας ενός νέου στα ενδότερα μιας τέχνης ή επιστήμης

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μυώ

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.