κατηχήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κατηχήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατηχώ
  2. θα κατηχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατηχώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κατηχήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατήχηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.