μυσταγωγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυσταγωγία | οι | μυσταγωγίες |
| γενική | της | μυσταγωγίας | των | μυσταγωγιών |
| αιτιατική | τη | μυσταγωγία | τις | μυσταγωγίες |
| κλητική | μυσταγωγία | μυσταγωγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυσταγωγία < μυσταγωγώ
Ουσιαστικό
μυσταγωγία θηλυκό
- η μύηση σε μια μυστηριακή λατρεία
- η μυστηριακή τελετή
- η έκσταση που δοκιμάζει ο θεατής ή ακροατής ενός εξαιρετικού μουσικού, θεατρικού κ.λπ. έργου καθώς και το ίδιο το έργο που έχει τη δύναμη να μας προσφέρει μια μοναδική εμπειρία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μυσταγωγία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.