κατάληψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάληψῐς αἱ καταλήψεις
      γενική τῆς καταλήψεως τῶν καταλήψεων
      δοτική τῇ καταλήψει ταῖς καταλήψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάληψῐν τὰς καταλήψεις
     κλητική ! κατάληψῐ καταλήψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταλήψει
γεν-δοτ τοῖν  καταληψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάληψις < καταλαμβάνω, καταληπ- + -σις > -ψις < κατά + αρχαία ελληνική λαμβάνω

Ουσιαστικό

κατάληψις, -εως θηλυκό

  1. πιάσιμο
  2. κυρίευση
  3. κατοχή, κατάληψη

Εκφράσεις

  • ἐν καταλήψει

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις καταλαμβάνω, λῆψις και λαμβάνω

  • κατάλειψις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.