κατάκριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατάκριση | οι | κατακρίσεις |
| γενική | της | κατάκρισης* | των | κατακρίσεων |
| αιτιατική | την | κατάκριση | τις | κατακρίσεις |
| κλητική | κατάκριση | κατακρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κατακρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάκριση < μεσαιωνική ελληνική κατάκρισις (αποδοκιμασία, μομφή - καταδίκη) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάκρι(σις) (καταδίκη) + -ση[1][2] < αρχαία ελληνική κατακρίνω < κατά + κρίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατά- + κρίση.
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.kɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐κρι‐ση
Συνώνυμα
Αναφορές
- κατάκριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
η σημ. «μομφή, αποδοκιμσία» είναι μεσν.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.