επιτίμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιτίμηση οι επιτιμήσεις
      γενική της επιτίμησης* των επιτιμήσεων
    αιτιατική την επιτίμηση τις επιτιμήσεις
     κλητική επιτίμηση επιτιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιτίμηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτίμησις

Ουσιαστικό

επιτίμηση θηλυκό

  1. (εκκλησιαστικός όρος) ποινή που επιβάλλεται σε κληρικούς από εκκλησιαστικό δικαστήριο
  2. έντονη επίκριση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.