κατάκρισις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κατάκρισις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάκρισις
Ουσιαστικό
κατάκρισις θηλυκό (λόγια μεσαιωνική)
- αποδοκιμασία, μομφή, κατηγορία όπως κατάκριση (νέα ελληνικά)
- (νομικός όρος) καταδίκη όπως κατάκρισις (ελληνιστική κοινή)
- ≈ συνώνυμα: κατάκριμα
Πηγές
- κατάκρισις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- κατάκρισις σελ.3693 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατάκρισῐς | αἱ | κατακρίσεις | ||||
| γενική | τῆς | κατακρίσεως | τῶν | κατακρίσεων | ||||
| δοτική | τῇ | κατακρίσει | ταῖς | κατακρίσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κατάκρισῐν | τὰς | κατακρίσεις | ||||
| κλητική ὦ! | κατάκρισῐ | κατακρίσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατακρίσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κατακρισέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κατάκρισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατακρίνω < κατά + κρίνω. Μορφολογικά, κατά- + κρίσις.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατάκριση
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- κατάκρισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.