ανακαλύπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακαλύπτω < αρχαία ελληνική ἀνακαλύπτω < ἀνά + καλύπτω
Ρήμα
ανακαλύπτω
- βρίσκω τυχαία ή έπειτα από έρευνες κάτι που προϋπήρχε, αλλά κανείς δεν ήξερε
- Ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική
- βρίσκω τυχαία ή έπειτα από έρευνες κάτι κρυμμένο ή χαμένο
- Ανακάλυψε το χαμένο θησαυρό
- μαθαίνω για την ύπαρξη κάποιου (ανθρώπου, αντικειμένου κ.λπ.) όχι πολύ γνωστού, που πριν δεν ήξερα
- Ανακάλυψα ένα μαγαζί με φτηνά ρούχα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακαλύπτω | ανακάλυπτα | θα ανακαλύπτω | να ανακαλύπτω | ανακαλύπτοντας | |
| β' ενικ. | ανακαλύπτεις | ανακάλυπτες | θα ανακαλύπτεις | να ανακαλύπτεις | ανακάλυπτε | |
| γ' ενικ. | ανακαλύπτει | ανακάλυπτε | θα ανακαλύπτει | να ανακαλύπτει | ||
| α' πληθ. | ανακαλύπτουμε | ανακαλύπταμε | θα ανακαλύπτουμε | να ανακαλύπτουμε | ||
| β' πληθ. | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτατε | θα ανακαλύπτετε | να ανακαλύπτετε | ανακαλύπτετε | |
| γ' πληθ. | ανακαλύπτουν(ε) | ανακάλυπταν ανακαλύπταν(ε) |
θα ανακαλύπτουν(ε) | να ανακαλύπτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακάλυψα | θα ανακαλύψω | να ανακαλύψω | ανακαλύψει | ||
| β' ενικ. | ανακάλυψες | θα ανακαλύψεις | να ανακαλύψεις | ανακάλυψε | ||
| γ' ενικ. | ανακάλυψε | θα ανακαλύψει | να ανακαλύψει | |||
| α' πληθ. | ανακαλύψαμε | θα ανακαλύψουμε | να ανακαλύψουμε | |||
| β' πληθ. | ανακαλύψατε | θα ανακαλύψετε | να ανακαλύψετε | ανακαλύψτε | ||
| γ' πληθ. | ανακάλυψαν ανακαλύψαν(ε) |
θα ανακαλύψουν(ε) | να ανακαλύψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανακαλύψει | είχα ανακαλύψει | θα έχω ανακαλύψει | να έχω ανακαλύψει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανακαλύψει | είχες ανακαλύψει | θα έχεις ανακαλύψει | να έχεις ανακαλύψει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακαλύψει | είχε ανακαλύψει | θα έχει ανακαλύψει | να έχει ανακαλύψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακαλύψει | είχαμε ανακαλύψει | θα έχουμε ανακαλύψει | να έχουμε ανακαλύψει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακαλύψει | είχατε ανακαλύψει | θα έχετε ανακαλύψει | να έχετε ανακαλύψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακαλύψει | είχαν ανακαλύψει | θα έχουν ανακαλύψει | να έχουν ανακαλύψει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.