δῆλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δῆλος | ἡ | δήλη & δῆλος |
τὸ | δῆλον |
| γενική | τοῦ | δήλου | τῆς | δήλης & δήλου |
τοῦ | δήλου |
| δοτική | τῷ | δήλῳ | τῇ | δήλῃ & δήλῳ |
τῷ | δήλῳ |
| αιτιατική | τὸν | δῆλον | τὴν | δήλην & δῆλον |
τὸ | δῆλον |
| κλητική ὦ! | δῆλε | δήλη & δῆλε |
δῆλον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | δῆλοι | αἱ | δῆλαι & δῆλοι |
τὰ | δῆλᾰ |
| γενική | τῶν | δήλων | τῶν | δήλων & δήλων |
τῶν | δήλων |
| δοτική | τοῖς | δήλοις | ταῖς | δήλαις & δήλοις |
τοῖς | δήλοις |
| αιτιατική | τοὺς | δήλους | τὰς | δήλᾱς & δήλους |
τὰ | δῆλᾰ |
| κλητική ὦ! | δῆλοι | δῆλαι & δῆλοι |
δῆλᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δήλω | τὼ | δήλᾱ & δήλω |
τὼ | δήλω |
| γεν-δοτ | τοῖν | δήλοιν | τοῖν | δήλαιν & δήλοιν |
τοῖν | δήλοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «φαῦλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δῆλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dyew- (ουρανός, λάμπω)
- επικός τύπος : δέελος
Πηγές
- δῆλος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δῆλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δῆλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.