καροτσιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καροτσιέρης | οι | καροτσιέρηδες |
| γενική | του | καροτσιέρη | των | καροτσιέρηδων |
| αιτιατική | τον | καροτσιέρη | τους | καροτσιέρηδες |
| κλητική | καροτσιέρη | καροτσιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
καροτσιέρης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο (συνήθως επαγγελματίας) οδηγός καρότσας (ιππήλατης άμαξας) ή κάρου επιβατικού
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καρότσα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καροτσιέρης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.