καροτσέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καροτσέρης οι καροτσέρηδες
      γενική του καροτσέρη των καροτσέρηδων
    αιτιατική τον καροτσέρη τους καροτσέρηδες
     κλητική καροτσέρη καροτσέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καροτσέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική carrozziere με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε καρότσ(α) + -έρης.

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈɾoˈt͡se.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καροτσέρης

Ουσιαστικό

καροτσέρης αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.