καροτσέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καροτσέρης | οι | καροτσέρηδες |
| γενική | του | καροτσέρη | των | καροτσέρηδων |
| αιτιατική | τον | καροτσέρη | τους | καροτσέρηδες |
| κλητική | καροτσέρη | καροτσέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈɾoˈt͡se.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρο‐τσέ‐ρης
Μεταφράσεις
καροτσέρης
|
→ δείτε τη λέξη αμαξάς |
Αναφορές
- καροτσιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.