ιππήλατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιππήλατος η ιππήλατη το ιππήλατο
      γενική του ιππήλατου της ιππήλατης του ιππήλατου
    αιτιατική τον ιππήλατο την ιππήλατη το ιππήλατο
     κλητική ιππήλατε ιππήλατη ιππήλατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιππήλατοι οι ιππήλατες τα ιππήλατα
      γενική των ιππήλατων των ιππήλατων των ιππήλατων
    αιτιατική τους ιππήλατους τις ιππήλατες τα ιππήλατα
     κλητική ιππήλατοι ιππήλατες ιππήλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ιππήλατο τραμ

Ετυμολογία

ιππήλατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱππήλατος (ο κατάλληλος χώρος για ιππήλασία) & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική horse driven (wagon) ή από τη γερμανική Ρferdefuhrwerk. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ίππ(ος) + -ήλατος

Επίθετο

ιππήλατος, -η, -ο

  • που μετακινείται με τη βοήθεια ίππων, που σύρεται από άλογα
    ιππήλατη άμαξα
    ιππήλατο άρμα
    ιππήλατο όχημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.