ιππήλατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιππήλατος | η | ιππήλατη | το | ιππήλατο |
| γενική | του | ιππήλατου | της | ιππήλατης | του | ιππήλατου |
| αιτιατική | τον | ιππήλατο | την | ιππήλατη | το | ιππήλατο |
| κλητική | ιππήλατε | ιππήλατη | ιππήλατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιππήλατοι | οι | ιππήλατες | τα | ιππήλατα |
| γενική | των | ιππήλατων | των | ιππήλατων | των | ιππήλατων |
| αιτιατική | τους | ιππήλατους | τις | ιππήλατες | τα | ιππήλατα |
| κλητική | ιππήλατοι | ιππήλατες | ιππήλατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Ιππήλατο τραμ
Ετυμολογία
- ιππήλατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱππήλατος (ο κατάλληλος χώρος για ιππήλασία) & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική horse driven (wagon) ή από τη γερμανική Ρferdefuhrwerk. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ίππ(ος) + -ήλατος
Επίθετο
ιππήλατος, -η, -ο
Αναφορές
- ιππήλατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.