καρκινοειδές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρκινοειδές | τα | καρκινοειδή |
| γενική | του | καρκινοειδούς | των | καρκινοειδών |
| αιτιατική | το | καρκινοειδές | τα | καρκινοειδή |
| κλητική | καρκινοειδές | καρκινοειδή | ||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρκινοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καρκινοειδής < αρχαία ελληνική καρκινοειδής
Ουσιαστικό
καρκινοειδές ουδέτερο
- ομάδα αρθρόποδων, που περιλαμβάνει ζώα όπως τα καβούρια, τους αστακούς, οι καραβίδες, οι γαρίδες, κριλ κ.ά.
- ※ Τρυπά το θύμα του με κεντριά σαν υποδερμικές βελόνες, ρίχνει το φαρμάκι του και περιμένει τη σάρκα να υγροποιηθεί ώστε να τη ρουφήξει σαν μιλκσέικ. Ακούγεται σαν τέρας από ταινία φαντασίας, είναι όμως το πρώτο γνωστό καρκινοειδές που παράγει δηλητήριο. (εφ. Το Βήμα, 23.12.2013)
Μεταφράσεις
καρκινοειδές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.